- γένος
- Όρος που χρησιμοποιείται στη ζωολογία και στη βοτανική για να προσδιορίσει τη συστηματική ταξινόμηση, ενώ στη γλωσσολογία αναφέρεται στη μορφολογική κατηγοριοποίηση των ονομάτων (ουσιαστικών, επιθέτων, αντωνυμιών, άρθρων, μετοχών) σε αρσενικά, θηλυκά και ουδέτερα.
(Μαθημ.)Έστω μία καμπύλη Γ του επιπέδου, τάξης ν, η οποία έχει ενδεχομένως και διπλά σημεία. Ονομάζεται γ. της Γ ο εξής μη αρνητικός αριθμός:
p = (ν-1) (ν-2) – δ,
όπου δ είναι ο αριθμός των διπλών σημείων της Γ. Οι καμπύλες με γ. p = 0 είναι ρητές καμπύλες, δηλαδή εκείνες που η παραμετρική τους παράσταση (με μία παράμετρο) δίνεται με ρητές συναρτήσεις της παραμέτρου. Τέτοιες, για παράδειγμα, είναι οι ευθείες, οι κωνικές τομές, οι επίπεδες κυβικές με ένα διπλό σημείο. Οι καμπύλες με γ. p = 1 ονομάζονται ελλειπτικές.
Αποδεικνύεται ότι το γ. μένει αναλλοίωτο για τους αμφιμονοσήμαντους αλγεβρικούς μετασχηματισμούς (αμφίρρητος αναλλοίωτος) και επίσης για τους αμφιμονοσήμαντους και αμφισυνεχείς μετασχηματισμούς (τοπολογική αναλλοίωτος).
* * *το (AM γένος)1. καταγωγή, γενιά, οικογένεια2. έθνος, φυλή3. σύνολο όμοιων όντων, δηλ. ειδών με κοινά χαρακτηριστικά4. σύνολο προσώπων με κάποια κοινή ιδιότητα («το ανθρώπινον γένος», «χρύσεον γένος» (Ησίοδ.)νεοελλ.1. έθνος2. γραμμ. η διάκριση τών φύλων τών ονομάτων3. (επίρρ. φρ.) «εν γένει» — γενικά4. «η κυρία... το γένος...» — για να δηλωθεί το πατρικό επώνυμο παντρεμένης γυναίκαςαρχ.1. γόνος, παιδί2. (περιληπτ.) απόγονος3. ευγενική, αριστοκρατική οικογένεια4. (στην Αθήνα) υποδιαίρεση τής φατρίας5. (για ζώα) ράτσα6. ηλικία, χρόνος ζωής7. (ως διάκριση αρσενικών και θηλυκών) φύλο8. πληθ. τα γένητα στοιχεία10. φρ. α) «οἱ ἐν γένει» — οι συγγενείςβ) «αἱ κατὰ γένος βασιλεῑαι» — οι κληρονομικές μοναρχίες.[ΕΤΥΜΟΛ. Σημασιολογικά και μορφολογικά ταυτόσημη προς τα λατ. genus, αρχ. ινδ. jάnas- η λ. γένος ανάγεται σε ινδοευρ. ρίζα *gen- τού ρ. γίγνομαι*. Τα σύνθετα με β' συνθετικό τη λ. γένος είναι τής μορφής -γενής, όπως εξάλλου και όλα τα προερχόμενα από ουδ. ουσ. σε -ος (πρβλ. -μενης < μένος, -σθενης < σθένος κ.ά.). Αξιοσημείωτη στις λέξεις αυτές είναι η θέση του τόνου. Στην Ελληνική υπήρχε η τάση τα επίθετα να τονίζονται στη λήγουσα ενώ τα ουσιαστικά πέρα απ' αυτήν. Η μετάθεση του τόνου εκφράζει ουσιαστικοποίηση, έτσι λ.χ. ο τόνος αναβιβάζεται στα σε -ης τριτόκλιτα σύνθετα, όταν αυτά γίνουν κύρια (πρβλ. Αλιθέρσης, Δημοσθένης, Μηνογένης κ.ά.). Με τη λ. γένος καθώς και με τις σημασιολογικά συγγενείς φυλή, γενεά, οικογένεια δηλώνονταν διάφοροι βαθμοί συγγένειας μεταξύ ατόμων ή ομάδων καθώς και διακρίσεις, που έπαιζαν σημαντικό μεν ρόλο στην πρωτόγονη κοινωνία, ο οποίος όμως εξασθένησε αργότερα και μόνο σε ορισμένες περιπτώσεις παρέμεινε ζωτικός σε μια πιο εξελιγμένη κοινωνία. Η λ. φυλή χρησιμοποιήθηκε για τη διάκριση τών αρχαίων δωρικών και ιωνικών φυλών, στη δε αθηναϊκή πολιτεία απέκτησε τη σημ. μιας σπουδαίας πολιτικής οργανώσεως, που δημιουργήθηκε από την εξουσία ως μέτρο εσωτερικής πολιτικής. Αντίστοιχο του ελλ. φυλή είναι το λατ. tribus, το οποίο στους ιστορικούς χρόνους δήλωνε μια τοπική περιοχή. Η λ. γένος καθώς και τα λατ. gēns διατήρησαν τη σπουδαιότητά τους όχι επειδή δήλωναν φορείς κοινωνικής και πολιτικής οργανώσεως, αλλά μάλλον λόγω τής υπάρξεως ευγενών οικογενειών. Το συνών. φρᾱτρία «αδελφότητα» (< φρᾱτηρ, αρχικά «αδελφός» = λατ. frāter) στην αθηναϊκή πολιτεία ήταν μια μεγάλη οικογενειακή οργάνωση, χωρίς πολιτική σημασία, αποκλειστικά για λατρευτικούς σκοπούς, ενώ στον Όμηρο με τη λ. φρήτρη αποδίδεται το γένος και με τη λ. φύλον το γένος (ευρύτερη σημ.) και η φυλή (πολιτική σημ.) Πρέπει τέλος να σημειωθεί ότι σε πολλές από τις σύγχρονες γλώσσες δεν υπάρχει ειδική λ. για το γένος ή τη γενιά, αλλά χρησιμοποιείται η λ. που σημαίνει «οικογένεια», όχι μόνο με τη στενότερη έννοια τού όρου, αλλά και για να καλύψει μακρινότερη συγγένεια.Παράγωγα και σύνθετα τής λέξης γένος:ΠΑΡ. γενικός.ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) γενάρχηςμσν.- νεοελλ.γενολόγι(ν)νεοελλ.γενοκτονία, γενολογώ, γενότυπος, γενοτυφία. (Β' συνθετικό) αγενής, αλλογενής, ανομοιογενής, αρτιγενής, αυτογενής, αφρογενής, γηγενής, δευτερογενής, διγενής, εγγενής, ελειογενής, ενδογενής, επιγενής, ετερογενής, ευγενής, θαλασσογενής, θεογενής, ιθαγενής, μονογενής, νεογενής ομογενής, ομοιογενής, οστεογενής, οψιγενής, παλαιογενής, πρεσβυγενής, πρωτογενής, πυριγενής, πυρογενής, συγγενής, τετραγενής, τριγενής, τριτογενής, τυφλογενής, υπερευγενής, υστερογενής, φιλοσυγγενής, ῳογενήςαρχ.αειγενής, αετογενής, αιθρηγενής, αιμογενής, αλιγενής, αμπελογενής, αμφιγενής, ανομογενής, απηγενής, αρσενογενής, αρτιογενής, αρχηγενής, ασυγγενής, αυθιγενής, βοηγενής, βουγενής, γαιηγενής, διαγενής, διδυμογενής, δρακοντογενής, δυσγενής, εδδομαγενής, εγκοσμογενής, ευηγενής, ευθυγενής, ζῳογενής, ημιγενής, ηπειρογενής, ηριγενής, θεαγενής, θεηγενής, θερειγενής, θηλυγενής, θνητογενής, ιδιογενής, ιθαιγενής, κακογενής, καταγενής, κογχογενής, κοινογενής, κορυφογενής, κοσμογενής, κρατογενής, κριογενής, κρυφογενής, κυθηγενής, λαδωγενής, λιμναγενής, λινογενής, λοχαγενής, μελιηγενής, μεσσογενής, μεταγενής, μηλογενής, μιξεριφαρνογενής, μιξογενής, μοιρηγενής, νεαγενής, νοθαγενής, νυμφαγενής, νυμφογενής, οικογενής, ομβρηγενής, ομηγενής, ονειρογενής, ορειγενής, ορνιθογενής, ορογενής, οφιογενής, παλαιγενής, παλιγγενής, πανευγενής, παντογενής, πατρογενής, πετρηγενής, πετρογενής, πληγενής, ποικιλογενής, πολυγενής, ποντογενής, πορνογενής, προγενής, προσγενής, προσθαγενής, προτερηγενής, πυρσογενής, σπαρταγενής, ταυρογενής, ταυτογενής, τριταιογενής, υδρογενής, υληγενής, υλογενής, φθερσιγενής, φθορηγενής, φιλαλλογενής, φλογογενής, φοινικογενής, χαμαιγενής, ψαλληγενής, ωρογενήςνεοελλ.αιματογενής, ανεμογενής, εκρηξιγενής, ελογενής, εμδρυογενής, εξωγενής, ηφαιστειογενής, θνησιγενής, ιζηματογενής, ιστογενής, κοραλλιογενής, κυματογενής, λατινογενής, λατυπογενής, λιθογενής, μισοσυγγενής, νεκρογενής, νοθογενής, ουρογενής, ποταμογενής, προσχωσιγενής, ρηξιγενής, ριζογενής, σαρκογενής, σεισμογενής, σπογγογενής, σχισμογενής, τεταρτογενής, τρισευγενής, τυφογενής, φαρμακογενής, φωτογενής, χονδρογενής, ψυχογενής. (Κύρια ονόματα) Αγλωγένης, Αθανογένεις, Αμφιγένης, Αναξιγένης, Ανδρογένης, Αντιγένεις, Αξιγένης, Απολλογένης, Αρατογένης, Αρεταγένης, Αριστογενίδας, Αρχιγένης, Ασιαγένης, Ασιαγενής, Ασιατογενής, Ασκλαπιογένης, Αστυγένης, Ατλαγενής, Βασιλογένης, Βρησαγενής, Δαρειογενής, Δηλογενής, Δημογένης, Διαιγένης, Διθυραμδογενής, Δικαιογένης, Διογένης, Διονυσιγενης, Διονυσογένης, Ελπιγένης, Επιγένης, Ερατογένης, Ερμογένης, Ερξιγένης, Ευγἐνης, Ευθυγένης, Ευφραγένης, Ζευξιγένης, Ζωγένης, Ηηρακλεογένης, Ηριγένης, Ηρογένης, Ηφαιστογένης, Θαλησιγένης, Θεαγένης, Θεμιστογένης, Θεσμογένης, Θηβαγενής, Θηβαιγενής, Θηβηγένης, Θυραιγένης, Ιδογενής, Ιερογένης, Ιογένης, Ισιγένης, Καδμογενής, Καιρογένης, Καλλιγένης, Καλλιστογένης, Κηφισογένης, Κλεαγένης, Κλεινογένης, Κλειτογένης, Κοιογενής, Κρατερογένεις, Κρητογενής, Κυβεληγενής, Κυδιγένης, Κυδρογένης, Κυνθογενής, Κυπρογενής, Κωμογένης, Λαγένης, Λεβυαφιγενής, Λεοντογένης, Λυκηγενής, Μανδρογένης, Μειξιγένης, Μεταγένης, Μηνογένης, Μνασιγένεις, Μοιρηγένης, Ναυσιγένης, Νεαγένης, Νειλογενής, Νικογένης, Ξενογένης, Οινογένης, Ολυνπογένης, Ομοιογἐνης, Ονησι'ένης, Ορτυγένης, Πασιγένης, Πεδαγένεις, Περιγένης, Περσογενής, Πιστογένης, Πλουτογένης, Πρωτογενής, Πυθιγένης, Πυθογένης, Πυληγενής, Πυλοιγενής, Σαυγένης, Σινδογενής, Στασιγένης, Στρυμογένης, Συριηγενής, Σωσιγένης, Ταρσογενής, Τελεσιγένης, Τιμαγένης, Φανογένης, Φιλογένης, Φιλτογένης, Χαιριγένης, Χαριγένης, Χαρμογένης, Χιογενής).
Dictionary of Greek. 2013.